Η λέξη "dolo" χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα και αναφέρεται σε συμπεριφορές που περιλαμβάνουν σκοπιμότητα ή απάτη. Σημαίνει την πρόθεση να βλάψεις ή να παραπλανήσεις κάποιον, και χρησιμοποιείται σε νομικά κείμενα για να περιγράψει καταστάσεις όπου η απάτη ή η διαζευκτική πρόθεση είναι παρούσες.
Η λέξη είναι πιο κοινή σε νομικό περιβάλλον, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινή ομιλία όταν αναφερόμαστε σε ψευδείς προθέσεις ή δράσεις.
El contrato fue firmado bajo dolo.
(Το συμβόλαιο υπογράφηκε υπό δόλο.)
La ley castiga el dolo en los delitos financieros.
(Ο νόμος τιμωρεί τον δόλο στα χρηματοοικονομικά εγκλήματα.)
Η λέξη "dolo" είναι συχνά μέρος σημαντικών νομικών ιδιωμάτων. Ορισμένες ιδιωματικές φράσεις περιλαμβάνουν:
Actuar con dolo
(Να ενεργείς με δόλο)
Αυτό σημαίνει να δρουν με πρόθεση να ζημιώσουν ή να εξαπατήσουν.
Dolo eventual
(Ενδεχόμενος δόλος)
Αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος έχει επίγνωση ότι οι πράξεις του θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά, αλλά προχωρά.
Dolo directo
(Άμεσος δόλος)
Σημαίνει ότι η πρόθεση να προκαλέσει ζημιά είναι σαφής και άμεση.
Implicar dolo
(Να συνεπάγεται δόλο)
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν δόλο ή απάτες.
Η λέξη "dolo" προέρχεται από το λατινικό "dolus", το οποίο σήμαινε απάτη ή πονηρία. Η σύνδεση με νομικές έννοιες διατηρήθηκε και εξελίχθηκε μέσα από το δίκαιο και τη φιλοσοφία του Δικαίου.
Malicia (κακία)
Αντώνυμα: