Η λέξη "dolor" είναι ουσιαστικό.
/dó.loɾ/
Η λέξη "dolor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση του πόνου, είτε σωματικού είτε ψυχολογικού. Στη ιατρική, ο όρος είναι κεντρικός, καθώς αναφέρεται στη διαδικασία αξιολόγησης και της θεραπείας του πόνου. Η χρήση της λέξης είναι συχνή, με την παρουσία της να είναι πιο έντονη στο γραπτό κείμενο, όπως ιατρικές αναφορές, και λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και χρησιμοποιείται καθημερινά.
Él siente un dolor agudo en el pecho.
(Αυτός αισθάνεται έναν οξύ πόνο στο στήθος.)
El dolor de cabeza puede ser muy molesto.
(Ο πονοκέφαλος μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικός.)
Después de la cirugía, el paciente experimentó un gran dolor.
(Μετά την επέμβαση, ο ασθενής βίωσε μεγάλο πόνο.)
Η λέξη "dolor" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Sentir dolor en el alma.
(Αισθάνομαι πόνο στην ψυχή.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει βαθιά θλίψη ή απογοήτευση.
No hay dolor, no hay ganancia.
(Χωρίς πόνο, δεν υπάρχει κέρδος.)
Εκφράζει ότι η επιτυχία απαιτεί θυσίες ή προσπάθεια.
Dolor de amor.
(Πόνος από έρωτα.)
Αναφέρεται στον ψυχολογικό πόνο που προκαλεί η αγάπη ή η απώλεια.
Afrontar el dolor.
(Αντιμετωπίζω τον πόνο.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προσπάθεια να διαχειριστεί κάποιος τον πόνο.
El dolor es inevitable, pero el sufrimiento es opcional.
(Ο πόνος είναι αναπόφευκτος, αλλά η ταλαιπωρία είναι προαιρετική.)
Μια φράση που υπογραμμίζει την επιλογή μας να διαχειριστούμε τον πόνο.
Tomar el dolor como un maestro.
(Να βλέπω τον πόνο ως δάσκαλο.)
Έκφραση που αντανακλά την ιδέα ότι οι δυσκολίες μπορούν να μας διδάξουν.
Η λέξη "dolor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dolor", που σημαίνει πόνος, οδύνη. Χρησιμοποιείται από τον Μεσαίωνα με την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - sufrimiento (υποφερτός πόνος) - malestar (δυσφορία)
Αντώνυμα: - alegría (χαρά) - bienestar (ευημερία)