Το "doloso" είναι επίθετο.
/doloθo/ (IPA)
Η λέξη "doloso" χρησιμοποιείται κυρίως στη νομική ορολογία και αναφέρεται σε πράξεις που εκτελούνται με δόλο ή κακή πρόθεση. Σημαίνει ότι κάποιος ενήργησε με σκοπό να προκαλέσει ζημία ή να παραβεί τον νόμο. Η λέξη είναι συνήθως πιο συνηθισμένη σε νομικά κείμενα και λιγότερο καθημερινή ομιλία.
El acusado fue declarado culpable de un delito doloso.
(Ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος για μια δόλια πράξη.)
La intención dolosa del autor fue clara durante el juicio.
(Η κακή πρόθεση του δράστη ήταν σαφής κατά τη διάρκεια της δίκης.)
Η λέξη "doloso" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και νομικές φράσεις:
Actuación dolosa:
(Δόλια ενέργεια)
Χρειaremos una investigación por la actuación dolosa de la empresa.
(Χρειάζόμαστε μια έρευνα για τη δόλια ενέργεια της εταιρείας.)
Delito doloso:
(Δόλια εγκληματική πράξη)
El homicidio se considera un delito doloso en la mayoría de los países.
(Η ανθρωποκτονία θεωρείται δόλια εγκληματική πράξη στις περισσότερες χώρες.)
Intención dolosa:
(Δόλια πρόθεση)
La intención dolosa fue probada en el tribunal.
(Η δόλια πρόθεση αποδείχθηκε στο δικαστήριο.)
Η λέξη "doloso" προέρχεται από το λατινικό "dolosus", που σημαίνει "γεμάτος δόλο" ή "άπληστος".
Συνώνυμα: - Fraudulento (απάτη) - Deshonesto (ανέντιμος)
Αντώνυμα: - Honesto (έντιμος) - Leal (πιστός)