Το "domar" είναι ρήμα.
/doˈmaɾ/
Το "domar" σημαίνει να υποτάσσεις, να ελέγχεις ή να τιθασεύσεις κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να αποκτάς έλεγχο ή την ικανότητα να κατευθύνεσαι, είτε πρόκειται για ζώα είτε για καταστάσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο γλώσσες, προφορικά και γραπτά, αλλά μπορεί να συναντάται περισσότερο σε γραπτούς λόγους, όπως λογοτεχνία ή επιστημονικά κείμενα.
Es difícil domar a un caballo salvaje.
(Είναι δύσκολο να επιταχύνεις ένα άγριο άλογο.)
Ella intentó domar sus emociones durante la reunión.
(Αυτή προσπάθησε να κατευνάσει τα συναισθήματά της κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
El entrenador tiene que domar a los jugadores más rebeldes del equipo.
(Ο προπονητής πρέπει να κυριαρχήσει στους πιο επαναστάτες παίκτες της ομάδας.)
Στην ισπανική γλώσσα, το "domar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Domar el temperamento
(Να ελέγχεις τον χαρακτήρα)
Los padres deben domar el temperamento de sus hijos desde pequeños.
(Οι γονείς πρέπει να ελέγχουν τον χαρακτήρα των παιδιών τους από μικρή ηλικία.)
Domar los nervios
(Να κατευνάζεις τα νεύρα)
Antes de hablar en público, es importante domar los nervios.
(Πριν μιλήσεις σε κοινό, είναι σημαντικό να ηρεμήσεις τα νεύρα σου.)
Domar la situación
(Να ελέγξεις την κατάσταση)
El líder del equipo logró domar la situación complicada.
(Ο αρχηγός της ομάδας κατάφερε να ελέγξει την δύσκολη κατάσταση.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "domare", που σημαίνει "υποτάσσω" ή "καθιστώ υπάκουο".
Συνώνυμα: - controlar - someter - sujetar
Αντώνυμα: - liberar - soltar - descontrolar