Ρήμα
/domiˈnaɾ/
Η λέξη "dominar" στα Ισπανικά σημαίνει να έχεις τον έλεγχο, την κυριαρχία ή την εξουσία πάνω σε κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η λογοτεχνία, οι σχέσεις, οι στρατιωτικές στρατηγικές και η ψυχολογία. Η χρήση της είναι συχνή και εμφανίζεται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
El maestro intenta dominar la materia antes del examen.
(Ο δάσκαλος προσπαθεί να κυριαρχήσει στο μάθημα πριν από την εξέταση.)
Es importante dominar las habilidades de comunicación en el trabajo.
(Είναι σημαντικό να ελέγχεις τις επικοινωνιακές ικανότητες στη δουλειά.)
Para ganar la batalla, necesitas dominar a tus enemigos.
(Για να κερδίσεις τη μάχη, χρειάζεσαι να κατακτήσεις τους εχθρούς σου.)
Η λέξη "dominar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Dominar la situación
(Να έχεις τον έλεγχο της κατάστασης)
El líder siempre sabe cómo dominar la situación en tiempos de crisis.
(Ο ηγέτης πάντα ξέρει πώς να έχει τον έλεγχο της κατάστασης σε περιόδους κρίσης.)
Dominar el arte
(Να κατέχεις την τέχνη)
Ella ha dominado el arte de la pintura en solo unos años.
(Αυτή έχει κυριαρχήσει στην τέχνη της ζωγραφικής σε μόλις λίγα χρόνια.)
Dominar la conversación
(Να ελέγχεις την συζήτηση)
Él tiende a dominar la conversación en las reuniones.
(Αυτός τείνει να ελέγχει την συζήτηση στις συνεδριάσεις.)
Η λέξη "dominar" προέρχεται από το λατινικό "dominari", που σημαίνει "να κυριαρχείς", που επίσης σχετίζεται με τη λέξη "dominus", η οποία σημαίνει "κύριος" ή "αρσενικός ιδιοκτήτης".
Συνώνυμα: - controlar (ελέγχω) - prevalecer (υπερισχύω)
Αντώνυμα: - ser dominado (να είσαι υποταγμένος) - ceder (παραδίδω)
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "dominar" στη γλώσσα Ισπανικά, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων χρήσεών της και των σχετικών εκφράσεων.