Το "dominarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι: /do.miˈnaɾ.se/
Η λέξη "dominarse" σημαίνει να ελέγχει κανείς τον εαυτό του ή τα συναισθήματά του. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάποιος επιδεικνύει αυτοέλεγχο ή αυτοπειθαρχία. Αν και είναι μια κοινή λέξη, η χρήση της μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές που αναλύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Es importante dominarse en situaciones de estrés.
(Είναι σημαντικό να ελέγχεις τον εαυτό σου σε καταστάσεις στρες.)
A veces, es difícil dominarse cuando estamos enojados.
(Μερικές φορές, είναι δύσκολο να ελέγξουμε τον εαυτό μας όταν είμαστε θυμωμένοι.)
Para ser un buen líder, hay que dominarse en todo momento.
(Για να είσαι καλός ηγέτης, πρέπει να ελέγχεις τον εαυτό σου σε κάθε στιγμή.)
Η λέξη "dominarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία:
Dominarse es la clave del éxito.
(Ο αυτοέλεγχος είναι το κλειδί της επιτυχίας.)
Si no sabes dominarte, perderás oportunidades.
(Αν δεν ξέρεις να ελέγχεις τον εαυτό σου, θα χάσεις ευκαιρίες.)
Es fundamental dominarse en situaciones críticas.
(Είναι θεμελιώδες να ελέγχει κανείς τον εαυτό του σε κρίσιμες καταστάσεις.)
Dominarse permite una mejor toma de decisiones.
(Ο αυτοέλεγχος επιτρέπει καλύτερη λήψη αποφάσεων.)
Dominarse a veces requiere mucha práctica.
(Ο αυτοέλεγχος μερικές φορές απαιτεί πολλή πρακτική.)
Una buena manera de dominarse es la meditación.
(Ένας καλός τρόπος να ελέγξεις τον εαυτό σου είναι ο διαλογισμός.)
Aprender a dominarse puede cambiar tu vida.
(Η εκμάθηση αυτοελέγχου μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου.)
Dominándose, logró alcanzar sus metas.
(Ελέγχοντας τον εαυτό του, κατάφερε να πετύχει τους στόχους του.)
Το ρήμα "dominarse" προέρχεται από το λατινικό "dominari", που σημαίνει να κυριαρχώ ή να ελέγχω, με την προσθήκη της αντωνυμικής κατάληξης "-se" που δείχνει ότι η ενέργεια αναφέρεται στον εαυτό.