Επίθετο (adjetivo).
/dominikal/
Η λέξη "dominical" αναφέρεται κυρίως σε κάτι που σχετίζεται με την Κυριακή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη δραστηριότητα, τις παραδόσεις ή τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με αυτήν την ημέρα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή στη γραπτή γλώσσα, ενώ και στον προφορικό λόγο εμφανίζεται, αν και λιγότερο.
La misa dominical atrae a muchas personas.
(Η κυριακάτικη λειτουργία προσελκύει πολλούς ανθρώπους.)
En el club tenemos una reunión dominical.
(Στον σύλλογο έχουμε μια κυριακάτικη συνάντηση.)
Η λέξη "dominical" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την Κυριακή.
La cena dominical es un momento para reunirse en familia.
(Το κυριακάτικο δείπνο είναι μια ευκαιρία να συγκεντρωθούμε οικογενειακά.)
Los periódicos dominicales ofrecen más contenido cultural.
(Οι κυριακάτικες εφημερίδες προσφέρουν περισσότερο πολιτιστικό περιεχόμενο.)
Es costumbre en muchas culturas tener una jornada dominical de descanso.
(Είναι συνήθεια σε πολλές κουλτούρες να έχουν μια κυριακάτικη ημέρα ανάπαυσης.)
Η λέξη "dominical" προέρχεται από το λατινικό "dominicalis", το οποίο σημαίνει "σχετικός με τον Κύριο" ή "σχετικός με την Κυριακή". Από το "dominus" (Κύριος).
Συνώνυμα: - κυριακάτικος - σαββατιανός
Αντώνυμα: - καθημερινός - εργάσιμος