Η λέξη "dominio" χρησιμοποιείται σε πολλές περιστάσεις στην ισπανική γλώσσα. Κυρίως αναφέρεται στην κυριαρχία ή την εξουσία που έχει κάποιος σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της οικονομίας, της νομικής, της πληροφορικής και της γεωγραφίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με κάποιες προτιμήσεις ανάλογα με το πεδίο.
Η κυριαρχία της τεχνολογίας είναι θεμελιώδης στον 21ο αιώνα.
Tienen un dominio total sobre el mercado.
Η λέξη "dominio" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες δείχνουν την έννοια της εξουσίας ή του ελέγχου.
Να είσαι σε κυριαρχία της κατάστασης.
Tener el dominio absoluto de un tema.
Να έχεις την απόλυτη κυριαρχία σε ένα θέμα.
Perder el dominio de sus emociones.
Να χάνεις τον έλεγχο των συναισθημάτων σου.
Dominar el arte de la persuasion.
Να κυριαρχείς στην τέχνη της πειθούς.
Ganar el dominio militar en la región.
Η λέξη "dominio" προέρχεται από το λατινικό "dominium", που σημαίνει "κυριότητα" ή "εξουσία".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "dominio" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.