Το "domo" είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή: /ˈdomo/
Η λέξη "domo" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "θόλος" ή "στέγη". Χρησιμοποιείται συχνά στην αρχιτεκτονική για να περιγράψει μια καμπυλωτή ή κυκλική δομή που καλύπτει έναν χώρο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική ή γεωγραφία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο.
Ο θόλος του στέγους είναι εντυπωσιακός.
El domo es una estructura arquitectónica importante en la historia.
Ο θόλος είναι μια σημαντική αρχιτεκτονική δομή στην ιστορία.
Observamos el domo de la catedral desde lejos.
Η λέξη "domo" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν τη λέξη:
Είμαστε κάτω από τον θόλο, ασφαλείς από την καταιγίδα.
Construir un domo sobre algo: να κατασκευάσεις μια κάλυψη για κάτι (σημαίνει να προστατέψεις ή να καλύψεις).
Η λέξη "domo" προέρχεται από το λατινικό "domus", που σημαίνει "σπίτι" ή "κατοικία". Αυτή η ρίζα αναφέρεται σε χώρους που προσφέρουν στέγαση ή κάλυψη.
Συνώνυμα: - cúpula (θόλος) - bóveda (καμάρα)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - desprotegido (απροστάτευτος)