Η λέξη "don" είναι ουσιαστικό.
/a don/
Η λέξη "don" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά ως ο τίτλος που προηγείται του ονόματος ανδρών για να δηλώσει σεβασμό ή αριστοκρατική καταγωγή. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτιστικά ή κοινωνικά πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στον προφορικό.
Don Juan es un personaje famoso de la literatura.
Ο Δον Χουάν είναι ένας διάσημος χαρακτήρας της λογοτεχνίας.
El don de la elocuencia es muy valorado.
Η δωρεά της ρητορικής είναι πολύ εκτιμημένη.
Η λέξη "don" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Don de gentes
Είχε το don de gentes, lo que lo hace muy querido. (Είχε το χάρισμα των ανθρώπων, που τον κάνει πολύ αγαπητό.)
Don satélite
Su don satélite le permitió encontrar soluciones a problemas complejos. (Το ταλέντο του ως "δοριφοράς" του επέτρεψε να βρει λύσεις σε σύνθετα προβλήματα.)
Don de la palabra
El político tiene un don de la palabra que atrae a la multitud. (Ο πολιτικός έχει την ικανότητα του λόγου που προσελκύει το πλήθος.)
Don divino
La música para él es un don divino que le inspira. (Η μουσική γι' αυτόν είναι ένα θεϊκό δώρο που τον εμπνέει.)
Η λέξη "don" προέρχεται από το λατινικό "dominus", που σημαίνει "κύριος" ή "δεσπότης". Η χρήση της ως τίτλος έχει τις ρίζες της σε μεσαιωνικές καταστάσεις που επιβεβαίωναν την κοινωνική θέση και τον σεβασμό.
Η λέξη "don" περιλαμβάνει ένα πλούσιο πολιτιστικό και ιστορικό υπόβαθρο, που την καθιστά σημαντική σε πολλές πτυχές της ισπανικής γλώσσας και κοινωνίας.