Η λέξη "doña" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈdo.nja/.
Η λέξη "doña" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "κυρία", μιας και χρησιμοποιείται ως τιμητικός τίτλος.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "doña" χρησιμοποιείται ως διακεκριμένος τίτλος σε γυναίκες, συνήθως πριν από το μικρό τους όνομα, για να δείξει σεβασμό ή να υποδηλώσει κοινωνική θέση. Η χρήση της μπορεί να ποικίλλει ανά περιοχή. Αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, συναντάται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο ή σε επίσημες περιστάσεις.
Doña María es una mujer muy respetada en la comunidad.
(Η κυρία Μαρία είναι μια πολύ respected γυναίκα στην κοινότητα.)
Siempre llamo a mi abuela doña Elena con cariño.
(Πάντα αποκαλώ τη γιαγιά μου κυρία Ελένη με αγάπη.)
Η λέξη "doña" μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Doña Sofía siempre tiene buenas ideas.
(Η κυρία Σοφία πάντα έχει καλές ιδέες.)
No te olvides de invitar a doña Clara a la fiesta.
(Μην ξεχάσεις να προσκαλέσεις την κυρία Κλάρα στο πάρτι.)
A doña Ana le gusta mucho la jardinería.
(Στην κυρία Άννα αρέσει πολύ η κηπουρική.)
Hablaremos con doña Teresa sobre el proyecto.
(Θα μιλήσουμε με την κυρία Τερέζα για το έργο.)
Doña Rosa siempre trae dulces para los niños.
(Η κυρία Ρόσα πάντα φέρνει γλυκά για τα παιδιά.)
Η λέξη "doña" προέρχεται από το λατινικό "domina", που σημαίνει "κυρία" ή "κυριαρχία". Η λέξη αυτή έχει διατηρηθεί στην ισπανική γλώσσα και ανακλά κοινωνικούς τίτλους και το σεβασμό.