Το "donaire" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "donaire" είναι /doˈnajɾe/.
Η λέξη "donaire" αναφέρεται γενικά στη χάρη, τη λεπτότητα ή την κομψότητα στην κίνηση ή την εμφάνιση κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ευχάριστη στάση ή παρουσία κάποιου ατόμου. Σημειώνεται ότι η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Αυτή κινούνταν με μια εντυπωσιακή χάρη.
El artista mostró un donaire especial en su actuación.
Ο καλλιτέχνης έδειξε μια ειδική κομψότητα στην παράστασή του.
Su vestido le daba un aire de donaire.
Η λέξη "donaire" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, που εκφράζουν κομψότητα ή χάρη.
Να χορεύεις με χάρη είναι μια μορφή τέχνης.
Hacer algo con donaire implica elegancia.
Να κάνεις κάτι με χάρη σημαίνει να έχεις κομψότητα.
Su donaire natural atrae la atención de todos.
Η φυσική του χάρη προσελκύει την προσοχή όλων.
Habla con donaire y cautiva a su audiencia.
Μιλάει με κομψότητα και μαγεύει το ακροατήριό του.
Hay que moverse con donaire en la pista de baile.
Η λέξη "donaire" προέρχεται από τον αραβικό όρο "donāʾ", που σημαίνει χάρη ή ομορφιά, και έχει περάσει μέσα από την ιστορία της ισπανικής γλώσσας.
Συνώνυμα: - Gracia - Elegancia - Refinamiento
Αντώνυμα: - Torpeza (αδεξιότητα) - Grosería (χονδροειδής συμπεριφορά) - Vulgaridad (κουλτούρα κοινής)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια κατανοητή ματιά στη λέξη "donaire" και την χρήση της στην ισπανική γλώσσα.