donativo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

donativo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Donativo είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/donaˈtivo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη donativo αναφέρεται σε μια ενέργεια ή αντικείμενο που προσφέρεται χωρίς αντάλλαγμα, συνήθως για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή για την υποστήριξη μιας καλής αιτίας. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε χρηματικά ποσά ή αντικείμενα που προσφέρονται δωρεάν. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα αλλά και σε προφορικές συζητήσεις εφόσον αφορούν φιλανθρωπικές δραστηριότητες.

Παραδείγματα

  1. Su donativo ayudará a muchas personas necesitadas.
  2. Η δωρεά του θα βοηθήσει πολλές ανάγκες.

  3. Los donativos son fundamentales para el éxito de esta campaña.

  4. Οι δωρεά είναι θεμελιώδεις για την επιτυχία αυτής της εκστρατείας.

  5. Recibimos un donativo generoso de una empresa local.

  6. Λάβαμε μια γενναιόδωρη δωρεά από μια τοπική επιχείρηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη donativo δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που σχετίζονται με δωρεές. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Hacer un donativo es un acto de generosidad.
  2. Να κάνεις μια δωρεά είναι μια πράξη γενναιοδωρίας.

  3. El donativo anónimo fue inesperado pero muy bien recibido.

  4. Η ανώνυμη δωρεά ήταν αναπάντεχη αλλά πολύ καλοδεχούμενη.

  5. Agradecemos cualquier donativo, por pequeño que sea.

  6. Ευχαριστούμε για οποιαδήποτε δωρεά, όσο μικρή κι αν είναι.

  7. El evento recaudó muchos donativos para la investigación médica.

  8. Η εκδήλωση συγκέντρωσε πολλές δωρεές για ιατρική έρευνα.

  9. Siempre puedes hacer un donativo para ayudar a los que más lo necesitan.

  10. Μπορείς πάντα να κάνεις μια δωρεά για να βοηθήσεις αυτούς που το χρειάζονται περισσότερο.

Ετυμολογία

Η λέξη donativo προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα donar, που σημαίνει "να δωρίσω" ή "να κάνω δωρεά". Το ριζιδικό στοιχείο προέρχεται από τη Λατινική λέξη donare, που επίσης σημαίνει "δώρο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Contribución (συνεισφορά) - Regalo (δώρο) - Obsequio (ένδειξη)

Αντώνυμα: - Cobro (χρέωση) - Pago (πληρωμή) - Recibo (εισπρακτέος)



23-07-2024