Η λέξη "dormida" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/dorˈmi.ða/
Η λέξη "dormida" προέρχεται από το ρήμα "dormir" που σημαίνει «κοιμάμαι». Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην κατάσταση του ύπνου ή σε μια γυναίκα που κοιμάται. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε περιγραφές ή αφηγήσεις.
Αυτή βρισκόταν σε έναν βαθύ ύπνο.
La dormida de los bebés es muy importante para su desarrollo.
Η λέξη "dormida" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Δεν υπάρχει καλύτερος ύπνος για να νιώσεις ανανεωμένος.
Después de una larga jornada, una dormida reparadora es lo que necesito.
Μετά από μια μεγάλη μέρα, ένας αναζωογονητικός ύπνος είναι αυτό που χρειάζομαι.
Se quedó dormida en el sofá mientras veía la televisión.
Η λέξη "dormida" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "dormire", που σημαίνει "κοιμάμαι".
Συνώνυμα: - Sueño (όνειρο) - Descanso (ανάπαυση)
Αντώνυμα: - Vigilia (εγρήγορση) - Alertas (σε εγρήγορση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "dormida" στη γλώσσα Ισπανικά.