Το "dormirse" είναι ρήμα.
/dorˈmiɾ.se/
Η λέξη "dormirse" αναφέρεται στη διαδικασία του να κοιμάσαι, δηλαδή της απώλειας συνείδησης και της εμπλοκής σε κατάσταση ύπνου. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη του να πέφτει κάποιος σε ύπνο. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι επίσης καθημερινή και συνηθισμένη τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές επικοινωνίες.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες. Σε γενικές γραμμές, η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Θα πάω να κοιμηθώ νωρίς αυτή τη νύχτα.
A veces me cuesta dormirme después de un día largo.
Κάποιες φορές μου είναι δύσκολο να αποκοιμηθώ μετά από μια μακρά ημέρα.
Es importante dormirse a una hora adecuada para descansar.
Η λέξη "dormirse" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Δεν μπορείς να επαναπαυτείς στα παλιά επιτεύγματα σου; Πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις σκληρά για να βελτιωθείς.
Dormirse el sueño.
Αυτό που σκέφτηκες για το έργο σου έχει ξεχαστεί.
No hay quien se duerma.
Η λέξη "dormirse" προέρχεται από το λατινικό "dormire", που σημαίνει "κοιμάμαι". Στην ισπανική γλώσσα, το ρήμα "dormir" (να κοιμάμαι) παίρνει την αντανάκλαση του ως "dormirse", το οποίο υποδηλώνει τη διαδικασία της μετάβασης σε κατάσταση ύπνου.