dormitar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου:
Η λέξη "dormitar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή:
dor.miˈtaɾ
Χρήση:
Η λέξη "dormitar" χρησιμοποιείται σπάνια στα Ισπανικά, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- Se quedó dormitando en el sofá durante toda la tarde. (Έμεινε να ναρκάει στον καναπέ όλο το απόγευμα.)
- Después de comer, a menudo me gusta dormitar un rato en el jardín. (Μετά το φαγητό, συχνά μου αρέσει να κοιμηθώ λίγο στον κήπο.)
Ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "dormitar".
Ετυμολογία:
Η λέξη "dormitar" προέρχεται από το μέσαιωνα ισπανικό ρήμα "dormitar", που σημαίνει "να νοστιμιάζω, να ναρκάω".
Συνώνυμα:
- Dormir (Κοιμάμαι)
- Adormecer (Να νιώθω ότι κοιμάμαι)
Αντώνυμα:
- Despertar (Ξυπνάω)
- Permanecer despierto (Να παραμένω ξύπνιος)