Η λέξη "dorso" είναι ουσιαστικό.
/dór.so/
Η λέξη "dorso" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται στην πλάτη ή στο πίσω μέρος ενός σώματος ή αντικειμένου. Στην ιατρική, αναφέρεται συχνά στο μέρος του σώματος που εκτείνεται από τον αυχένα μέχρι τη μέση. Στον νομικό τομέα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το οπίσθιο μέρος εγγράφων ή φακέλων.
Η χρήση της "dorso" είναι συχνή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά μπορεί να συναντηθεί σε ιατρικά και νομικά κείμενα.
El médico examinó el dorso del paciente.
(Ο γιατρός εξέτασε την πλάτη του ασθενούς.)
El libro tiene un dorso desgastado.
(Το βιβλίο έχει φθαρμένο πίσω μέρος.)
Siempre tengo dolor en el dorso después de estar sentado mucho tiempo.
(Πάντα έχω πόνο στην πλάτη μετά από πολύ ώρα καθιστός.)
Η "dorso" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με το σώμα ή την υγεία:
Tener un dolor en el dorso.
(Να έχεις πόνο στην πλάτη.)
Echarse en el dorso.
(Να ξαπλώνεις ανάσκελα.)
Cargar con el peso en el dorso.
(Να κουβαλάς το βάρος στην πλάτη.)
Tener algo en el dorso de la mano.
(Να έχεις κάτι στο πίσω μέρος του χεριού.)
Η λέξη "dorso" προέρχεται από το λατινικό "dorsum", το οποίο σημαίνει "πλάτη" ή "πίσω".
Συνώνυμα: - espalda (πλάτη) - parte posterior (πίσω μέρος)
Αντώνυμα: - frente (μέτωπο, πρόσωπο) - cara (πρόσωπο)