dosis: Ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈdosis/
Η λέξη dosis σε Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε μια καθορισμένη ποσότητα φαρμάκου ή ουσίας που χορηγείται σε έναν ασθενή. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της ιατρικής, αλλά μπορεί επίσης να έχει στρατιωτικές και γενικές εφαρμογές όπου οι ακριβείς ποσότητες είναι κρίσιμες.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ συχνά, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιατρικά κείμενα και αναφορές. Χρησιμοποιείται λιγότερο σε προφορικές συνομιλίες εκτός αν η συζήτηση αφορά την ιατρική.
Η συνιστώμενη δόση για αυτό το φάρμακο είναι 500 mg.
Es importante no exceder la dosis diaria de vitamina C.
Η λέξη dosis είναι μέρος διαφόρων ιδιωματικών εκφράσεων:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να κάνεις κάποιον να δει την αλήθεια σε μια κατάσταση.
Una dosis de amor.
Συχνά χρησιμοποιείται σε συναισθηματικά ή ρομαντικά συμφραζόμενα.
La dosis exacta.
Η λέξη dosis προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό δόςις (dosis) που σημαίνει "δοσά" ή "παροχή".
Συνώνυμα: - porción (μερίδα) - cantidad (ποσότητα)
Αντώνυμα: - carencia (έλλειψη) - ausencia (απουσία)
Με αυτές τις πληροφορίες, η λέξη dosis παρουσιάζεται με έναν πλήρη και κατανοητό τρόπο, η οποία έχει σημαντική χρήση και σε μιλιά και σε γραπτό λόγο ιδίως σε ιατρικά συμφραζόμενα.