dotar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dotar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "dotar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή του "dotar": [do̞ˈtaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "dotar" σημαίνει να παρέχει ή να εξασφαλίσει κάτι, συνήθως σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, με απαραίτητα εργαλεία ή πόρους. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η στρατιωτική εξοπλισμός, η εκπαίδευση ή η υποστήριξη. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια προς υψηλή, με μεγαλύτερη παρουσία σε γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El gobierno decidió dotar a las fuerzas armadas con nuevos equipos.
  2. Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις με καινούργιο εξοπλισμό.

  3. La fundación se encarga de dotar a las escuelas de los recursos necesarios.

  4. Το ίδρυμα είναι υπεύθυνο για την προμήθεια των απαραίτητων πόρων στα σχολεία.

  5. Se necesita dotar a la comunidad con más atención médica.

  6. Πρέπει να προμηθεύσουμε την κοινότητα με περισσότερη ιατρική φροντίδα.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "dotar"

Η λέξη "dotar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως αναφερόμενη στην παροχή πόρων ή βοήθειας:

  1. Dotar de herramientas necesarias:
  2. Es esencial dotar de herramientas necesarias a los estudiantes para su éxito.
  3. Είναι ουσιώδες να παρέχουμε τα απαραίτητα εργαλεία στους μαθητές για την επιτυχία τους.

  4. Dotar a la empresa de recursos humanos:

  5. La nueva estrategia incluye dotar a la empresa de recursos humanos más eficientes.
  6. Η νέα στρατηγική περιλαμβάνει την παροχή πιο αποτελεσματικών ανθρώπινων πόρων στην εταιρεία.

  7. Dotar a un proyecto de financiamiento:

  8. Es crucial dotar a un proyecto de financiamiento adecuado para su desarrollo.
  9. Είναι κρίσιμο να παρέχουμε την κατάλληλη χρηματοδότηση σε ένα έργο για την ανάπτυξή του.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "dotar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dotare", που σημαίνει "προικίζω" ή "διδάσκω με προνόμια".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Proveer - Suministrar - Equipar

Αντώνυμα: - Privar - Despojar - Despojar

Αυτή η ανάλυση του "dotar" καταδεικνύει τη σημασία και την ευρεία χρήση της λέξης στα Ισπανικά, προβάλλοντας τις γλωσσικές της ιδιότητες και τη χρησιμότητά της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.



23-07-2024