Το "dotar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "dotar": [do̞ˈtaɾ]
Η λέξη "dotar" σημαίνει να παρέχει ή να εξασφαλίσει κάτι, συνήθως σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, με απαραίτητα εργαλεία ή πόρους. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η στρατιωτική εξοπλισμός, η εκπαίδευση ή η υποστήριξη. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια προς υψηλή, με μεγαλύτερη παρουσία σε γραπτό λόγο.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις με καινούργιο εξοπλισμό.
La fundación se encarga de dotar a las escuelas de los recursos necesarios.
Το ίδρυμα είναι υπεύθυνο για την προμήθεια των απαραίτητων πόρων στα σχολεία.
Se necesita dotar a la comunidad con más atención médica.
Η λέξη "dotar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως αναφερόμενη στην παροχή πόρων ή βοήθειας:
Είναι ουσιώδες να παρέχουμε τα απαραίτητα εργαλεία στους μαθητές για την επιτυχία τους.
Dotar a la empresa de recursos humanos:
Η νέα στρατηγική περιλαμβάνει την παροχή πιο αποτελεσματικών ανθρώπινων πόρων στην εταιρεία.
Dotar a un proyecto de financiamiento:
Η λέξη "dotar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dotare", που σημαίνει "προικίζω" ή "διδάσκω με προνόμια".
Συνώνυμα: - Proveer - Suministrar - Equipar
Αντώνυμα: - Privar - Despojar - Despojar
Αυτή η ανάλυση του "dotar" καταδεικνύει τη σημασία και την ευρεία χρήση της λέξης στα Ισπανικά, προβάλλοντας τις γλωσσικές της ιδιότητες και τη χρησιμότητά της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.