dote - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dote (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

dote είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Фωνητική μεταγραφή: [ˈdote]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη dote αναφέρεται κυρίως στην προίκα ή στα δώρα που παρέχονται σε κάποιον, όπως σε περίπτωση γάμου. Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει ένα πλεονέκτημα ή μια πολύτιμη ποιότητα που έχει κάποιος. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella recibió una dote considerable por su matrimonio.
  2. Αυτή έλαβε μια σημαντική προίκα για τον γάμο της.

  3. La dote que tenía en mente era mayor de lo esperado.

  4. Η προίκα που είχε στο μυαλό της ήταν μεγαλύτερη από το αναμενόμενο.

  5. En muchas culturas, la dote es una parte esencial de la ceremonia de matrimonio.

  6. Σε πολλές κουλτούρες, η προίκα είναι ένα βασικό μέρος της τελετής γάμου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη dote μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. No se puede comprar la felicidad, pero una buena dote ayuda.
  2. Δεν μπορείς να αγοράσεις την ευτυχία, αλλά μια καλή προίκα βοηθάει.

  3. La dote no siempre garantiza un buen matrimonio.

  4. Η προίκα δεν διασφαλίζει πάντα έναν καλό γάμο.

  5. La importancia de la dote varía según la cultura.

  6. Η σημασία της προίκας ποικίλει ανάλογα με τον πολιτισμό.

  7. El amor verdadero no tiene en cuenta la dote.

  8. Η αληθινή αγάπη δεν λαμβάνει υπόψη την προίκα.

  9. La dote se considera un signo de respeto hacia la familia de la novia.

  10. Η προίκα θεωρείται σημάδι σεβασμού προς την οικογένεια της νύφης.

  11. A veces, la dote puede crear tensiones entre las familias.

  12. Μερικές φορές, η προίκα μπορεί να προκαλέσει εντάσεις μεταξύ των οικογενειών.

Ετυμολογία

Η λέξη dote προέρχεται από το λατινικό dotem, το οποίο σημαίνει "δώρο" ή "προίκα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - donación (δώρο) - regalo (δώρο)

Αντώνυμα: - carencia (έλλειψη) - privación (στέρηση)



22-07-2024