Η λέξη "drogadicto" είναι ουσιαστικό.
[dɾoɣaˈðikto]
Η λέξη "drogadicto" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό και προφορικό πλαίσιο για να περιγράψει άτομα που διακατέχονται από εξάρτηση από ναρκωτικά. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σχετικά συχνά σε κοινωνικοί και νομικοί τομείς, καθώς και σε προγράμματα και πολιτικές θεραπείας.
El drogadicto necesita ayuda profesional.
(Ο τοξικομανής χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια.)
La sociedad debe apoyar a los drogadictos en su recuperación.
(Η κοινωνία πρέπει να υποστηρίξει τους τοξικομανείς στην ανάρρωσή τους.)
Η λέξη "drogadicto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε προβλήματα εξάρτησης και κοινωνικές προκλήσεις.
No hay que juzgar a un drogadicto sin conocer su historia.
(Δεν πρέπει να κρίνεις έναν τοξικομανή χωρίς να γνωρίζεις την ιστορία του.)
La vida de un drogadicto es complicadísima.
(Η ζωή ενός τοξικομανή είναι εξαιρετικά περίπλοκη.)
Muchos drogadictos luchan contra sus demonios internos.
(Πολλοί τοξικομανείς αγωνίζονται με τους εσωτερικούς τους δαίμονες.)
La rehabilitación puede salvar a un drogadicto de la autodestrucción.
(Η αποκατάσταση μπορεί να σώσει έναν τοξικομανή από την αυτοκαταστροφή.)
Η λέξη "drogadicto" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "droga" (ναρκωτικό) και του επιθηματος "-adictus" που σημαίνει "ανεξάρτητος", "εξαρτημένος". Άρα, μεταφράζεται σε "εξαρτημένος από ναρκωτικά".
Dependiente (εξαρτημένος)
Αντώνυμα:
Αυτή η λέξη παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιατρική γλωσσα, προσδιορίζοντας μια ευαίσθητη κατάσταση που συχνά απαιτεί υποστήριξη και κατανόηση.