Η λέξη "ducha" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/d*u.t͡ʃa/
Η λέξη "ducha" αναφέρεται στη διαδικασία ή τη στιγμή που κάποιος πλένεται με νερό, συχνά υπό τη μορφή ψεκασμού από μια κεφαλή ντους. Χρησιμοποιείται στα Ισπανικά σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με την προσωπική υγιεινή και την καθημερινή ρουτίνα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτό κείμενο.
Μου αρέσει να κάνω ντους το πρωί.
Después de hacer ejercicio, necesito una ducha.
Μετά την άσκηση, χρειάζομαι ένα ντους.
La ducha está en el baño.
Η λέξη "ducha" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει πολλές γνωστές στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές εκφράσεις και προτάσεις:
Αυτό αναφέρεται στη συνήθεια πολλών ανθρώπων να τραγουδούν όταν κάνουν ντους, θεωρώντας το έναν ασφαλή χώρο για έκφραση.
Una ducha fría.
Χρησιμοποιείται συνήθως ως αναφορά σε μια απροσδόκητη ή δύσκολη κατάσταση.
¡Ya es hora de una ducha!
Η λέξη "ducha" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "douche", η οποία έχει τις ρίζες της στο λατινικό "ductia", που σημαίνει "έργο του οδηγού".
Συνώνυμα: - baño (μπάνιο) - aseo (καθαριότητα)
Αντώνυμα: - suciedad (βρωμιά) - desaseo (ακαθαρσία)