Το "dudar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "dudar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [ˈduðaɾ].
Η λέξη "dudar" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αμφιβολία ή την αναστάτωση σχετικά με κάτι. Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται και στις δύο γλώσσες, όμως έχει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης σε γραπτό λόγο, π.χ., σε άρθρα, σχολιασμούς και νομικά κείμενα λόγω του εννοιολογικού βάρους που φέρει.
No puedo dudar de su honestidad.
(Δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά του.)
Al recibir la oferta, comenzó a dudar sobre su decisión.
(Όταν έλαβε την προσφορά, άρχισε να διστάζει σχετικά με την απόφασή του.)
Ella duda de que pueda llegar a tiempo.
(Αυτή αμφιβάλλει αν θα μπορέσει να φτάσει εγκαίρως.)
Dudar es de sabios.
(Η αμφιβολία είναι χαρακτηριστικό των σοφών.)
Αυτό το ρητό υπογραμμίζει τη σημασία της σκέψης πριν από την απόφαση.
No dudar en hacer algo.
(Να μην αμφιβάλεις να κάνεις κάτι.)
Χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να προχωρήσει χωρίς δισταγμούς.
Dudar hasta el último momento.
(Να αμφιβάλλεις μέχρι την τελευταία στιγμή.)
Αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος εξακολουθεί να έχει αμφιβολίες μέχρι την τελική απόφαση.
No hay que dudar de uno mismo.
(Δεν πρέπει να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου.)
Ενθαρρυντική δήλωση που προτρέπει την αυτοπεποίθηση.
Η λέξη "dudar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dubitare", η οποία σημαίνει "να έχει αμφιβολία".
Συνώνυμα: - vacilar (διστάζω) - titubear (ταλαντεύομαι)
Αντώνυμα: - certificar (πιστοποιώ) - confirmar (επιβεβαιώνω)