Ρήμα
/dulsiˈfikar/
Η λέξη "dulcificar" στα Ισπανικά σημαίνει κυρίως να γλυκάνεις κάτι ή να το κάνεις πιο ήπιο ή ευχάριστο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της προσθήκης γλυκαντικών ουσιών σε τροφές ή ποτά, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε διαδικασίες εξευγενισμού ή ήπιας προσέγγισης σε καταστάσεις ή συναισθήματα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά πλαίσια όταν αναφέρεται σε φαγητά και γλυκαντικά.
"Es importante dulcificar el té si lo prefieres más sabroso."
"Είναι σημαντικό να γλυκάνεις το τσάι αν το προτιμάς πιο νόστιμο."
"Para suavizar la conversación, decidí dulcificar mis palabras."
"Για να μαλακώσω τη συζήτηση, αποφάσισα να γλυκάνω τα λόγια μου."
"El chef intenta dulcificar la salsa para equilibrar los sabores."
"Ο σεφ προσπαθεί να γλυκάνει τη σάλτσα για να ισορροπήσει τις γεύσεις."
Η λέξη "dulcificar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδεικνύουν τη διαδικασία της απαλότητας ή της εξευγενισμένης προσέγγισης.
"Dulcificar la realidad."
"Να γλυκάνεις την πραγματικότητα."
(Αναφέρεται στο να κάνεις κάτι πιο ευχάριστο ή λιγότερο σκληρό.)
"No hay que dulcificar la situación, hay que enfrentarla."
"Δεν πρέπει να γλυκάνουμε την κατάσταση, πρέπει να την αντιμετωπίσουμε."
(Δηλώνει ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστές.)
"A veces es necesario dulcificar las críticas."
"Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να γλυκάνουμε τις κριτικές."
(Σημαίνει ότι οι κριτικές πρέπει να εκφράζονται με πιο ευχάριστο τρόπο.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "dulcificare", το οποίο σημαίνει "να γλυκαίνω" ή "να κάνω γλυκό".
Συνώνυμα: - suavizar (μαλακώνω) - endulzar (γλυκαίνω)
Αντώνυμα: - agravar (επιβαρύνω) - endurecer (σκληραίνω)