Η λέξη "dureza" είναι ουσιαστικό (feminine noun) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dureza" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /duˈɾeθa/ (στην Ισπανία) ή /duˈɹeɪ̯sə/ (σε λατινοαμερικάνικες περιοχές).
Η λέξη "dureza" αναφέρεται στο επίπεδο σκληρότητας ή ανθεκτικότητας ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η επιστήμη των υλικών, η ιατρική (για να περιγράψει την κατάσταση σκληρότητας ιστών) και στον καθημερινό λόγο για να εκφράσει την ικανότητα αντοχής σε σωματική ή ψυχική πίεση. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
La dureza del material es fundamental en su uso.
(Η σκληρότητα του υλικού είναι θεμελιώδης στη χρήση του.)
El dentista midió la dureza del esmalte dental.
(Ο οδοντίατρος μέτρησε την σκληρότητα του οδοντικού σμάλτου.)
En la vida, la dureza de los momentos nos fortalece.
(Στη ζωή, η σκληρότητα των στιγμών μας ενδυναμώνει.)
Η λέξη "dureza" είναι επίσης μέρος ορισμένων ιδιωματικών εκφράσεων που σχετίζονται με την αντοχή και την ανθεκτικότητα.
"Con dureza en el corazón"
(Με σκληρότητα στην καρδιά) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αδιάφορος ή σκληρός συναισθηματικά.
"Dureza psicológica"
(Ψυχολογική σκληρότητα) - Αναφέρεται στην ικανότητα να αντέχει κάποιος ψυχολογικά στις πιέσεις της ζωής.
"La dureza de la adversidad"
(Η σκληρότητα της αντιξοότητας) - Περιγράφει πόσο δύσκολες μπορεί να είναι οι καταστάσεις στη ζωή και πώς αυτές μας αλλάζουν.
"Saber manejar la dureza de la vida"
(Να ξέρεις πώς να διαχειρίζεσαι τη σκληρότητα της ζωής) - Χρησιμοποιείται για να δείξει την ικανότητα κάποιου να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες.
"Una lección de dureza"
(Μάθημα σκληρότητας) - Αναφέρεται σε εμπειρίες που μας διδάσκουν να είμαστε πιο ανθεκτικοί.
Η λέξη "dureza" προέρχεται από το λατινικό "duritia", που σημαίνει "σκληρότητα".
Συνώνυμα: - Rigidez (συσπάση) - Solidez (στερεότητα) - Firmeza (σταθερότητα)
Αντώνυμα: - Suavidad (μαλακότητα) - Flexibilidad (ευκαμψία) - Blando (μαλακό)