durmiente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

durmiente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "durmiente" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/durˈmjente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης στην Ισπανική γλώσσα

Η λέξη "durmiente" αναφέρεται σε κάποιον που κοιμάται ή που βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου. Σε πιο εξειδικευμένα συμφραζόμενα, χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει ένα κομμάτι που μπορεί να τοποθετηθεί για να στηρίξει κάτι, όπως στο σιδηροδρομικό τομέα, όπου αναφέρεται σε σιδηροδρομικές ράγες. Η συχνότητα χρήσης του "durmiente" είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο αλλά και στην καθημερινή ομιλία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El durmiente en el tren estaba cómodo.
  2. Ο κοιμισμένος στο τρένο ήταν άνετος.

  3. Ella es una durmiente profunda y no se despierta fácilmente.

  4. Αυτή είναι μια βαθιά κοιμισμένη και δεν ξυπνάει εύκολα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Estar en el durmiente.
  2. Σημαίνει «να είσαι σε κατάσταση ύπνου».
  3. Ejemplo: Después de un largo día, me encontré en el durmiente al caer la noche.

    • Μετά από μια μεγάλη μέρα, βρέθηκα σε κατάσταση ύπνου μόλις έπεσε η νύχτα.
  4. No hay que despertarlo, es un durmiente profundo.

  5. Σημαίνει «δεν πρέπει να τον ξυπνήσεις, είναι πολύ κοιμισμένος».
  6. Ejemplo: No le hables, no hay que despertarlo, es un durmiente profundo.

    • Μην του μιλήσεις, δεν πρέπει να τον ξυπνήσεις, είναι πολύ κοιμισμένος.
  7. Un durmiente en la noche.

  8. Μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που κοιμάται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
  9. Ejemplo: Siempre soy un durmiente en la noche, nunca me despierto antes de las 8.
    • Πάντα είμαι κοιμισμένος τη νύχτα, ποτέ δεν ξυπνάω πριν από τις 8.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "durmiente" προέρχεται από το ρήμα "dormir", που σημαίνει «κοιμάμαι». Έχει τη ρίζα της στη Λατινική "dormire", η οποία είχε την ίδια σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Soñador (ονειρευτής) - Kομισμένος

Αντώνυμα: - Despierto (ξύπνιος) - Vigilante (σε εγρήγορση)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν ένα εκτενές και λεπτομερές προφίλ της λέξης "durmiente" καθώς χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024