Το "durmiente" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως επίθετο.
/durˈmjente/
Η λέξη "durmiente" αναφέρεται σε κάποιον που κοιμάται ή που βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου. Σε πιο εξειδικευμένα συμφραζόμενα, χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει ένα κομμάτι που μπορεί να τοποθετηθεί για να στηρίξει κάτι, όπως στο σιδηροδρομικό τομέα, όπου αναφέρεται σε σιδηροδρομικές ράγες. Η συχνότητα χρήσης του "durmiente" είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο αλλά και στην καθημερινή ομιλία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Ο κοιμισμένος στο τρένο ήταν άνετος.
Ella es una durmiente profunda y no se despierta fácilmente.
Ejemplo: Después de un largo día, me encontré en el durmiente al caer la noche.
No hay que despertarlo, es un durmiente profundo.
Ejemplo: No le hables, no hay que despertarlo, es un durmiente profundo.
Un durmiente en la noche.
Η λέξη "durmiente" προέρχεται από το ρήμα "dormir", που σημαίνει «κοιμάμαι». Έχει τη ρίζα της στη Λατινική "dormire", η οποία είχε την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - Soñador (ονειρευτής) - Kομισμένος
Αντώνυμα: - Despierto (ξύπνιος) - Vigilante (σε εγρήγορση)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν ένα εκτενές και λεπτομερές προφίλ της λέξης "durmiente" καθώς χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.