Η φράση "duro de pelar" είναι μια ιδιωματική έκφραση που συνδυάζει τα επίθετα "duro" (σκληρός) και "de pelar" (να ξεφλουδιστεί). Χρησιμοποιείται κυρίως ως χαρακτηρισμός για κάτι ή κάποιον που είναι δύσκολος να διαχειριστεί ή να κατανοηθεί.
/dˈu.ɾo ðe peˈlaɾ/
Η φράση "duro de pelar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή άτομα που είναι δύσκολα στην αντιμετώπισή τους ή απαιτούν περισσότερη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητά ή να χειριστούν. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό πλαίσιο.
Αυτό το έργο είναι σκληρό στο ξεφλούδισμα, αλλά πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε.
La verdad sobre él es duro de pelar, no es fácil de descubrir.
Η φράση "duro de pelar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε δύσκολες καταστάσεις ή ανθρώπους.
Όταν δουλεύεις μαζί του, συνειδητοποιείς ότι είναι σκληρός στο ξεφλούδισμα.
La situación financiera es dura de pelar, necesitamos un buen plan.
Η χρηματοοικονομική κατάσταση είναι δύσκολη στη διαχείριση, χρειαζόμαστε ένα καλό σχέδιο.
Este libro es duro de pelar, requiere mucha concentración.
Αυτό το βιβλίο είναι δύσκολο να διαβαστεί, απαιτεί πολύ συγκέντρωση.
A veces las relaciones son duras de pelar, pero valen la pena.
Η φράση προέρχεται από τη ρίζα "duro", που σημαίνει "σκληρός", και τη φράση "de pelar", που αναφέρεται στην ενέργεια του ξεφλουδίσματος ή του αφαιρέματος μιας επιφάνειας. Σημαίνει, κυριολεκτικά, κάτι που είναι σκληρό να ξεφλουδιστεί ή να εισαχθεί στην ουσία του.