Ελλάδα: Ρήμα (ειδικότερα, το συμμετοχικό του ρήματος "echar").
/ɛˈt͡ʃaðo/
Η λέξη "echado" προέρχεται από το ρήμα "echar", το οποίο μπορεί να σημαίνει "να ρίχνω", "να πετώ" ή "να απορρίπτω". Στη μορφή "echado", χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που έχει ριχτεί ή πεταχτεί, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά (π.χ. συναισθήματα, ιδέες).
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, ενώ μπορεί να συναντηθεί και σε πιο αφηρημένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την απόρριψη ή τη ρίψη αντικειμένων.
El perro fue echado del parque porque no tenía correa.
(Ο σκύλος απορρίφθηκε από το πάρκο γιατί δεν είχε λουρί.)
Después de la discusión, se sintió echado a un lado.
(Μετά τη διαφωνία, αισθάνθηκε ότι είχε απορριφθεί.)
Echar por la borda
(Απορρίπτω κάτι που έχει αξία ή σημασία)
Ejemplo: No puedes echar por la borda tu futuro por un error.
(Δεν μπορείς να απορρίψεις το μέλλον σου λόγω ενός λάθους.)
Echar una mano
(Βοηθάω κάποιον)
Ejemplo: Siempre que puedo, echo una mano a mis vecinos.
(Πάντα που μπορώ, βοηθάω τους γείτονές μου.)
Echar de menos
(Λείπει κάποιος ή κάτι)
Ejemplo: Echo de menos a mis amigos desde que me mudé.
(Μου λείπουν οι φίλοι μου από τότε που μετακόμισα.)
Η λέξη "echar" προέρχεται από το λατινικό "iacere", που σημαίνει "ρίχνω". Εξελίχθηκε μέσα από τις διάφορες γλώσσες της Ιβηρικής Χερσονήσου και έχει πολλές παραπλήσιες σημασίες.
Συνώνυμα: - Arrojar - Lançar - Descartar
Αντώνυμα: - Recoger - Conservar - Mantener
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "echado" στα ισπανικά, καλύπτοντας όλα τα ζητούμενα θέματα.