Το "echar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "echar" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /eˈtʃaɾ/
Το ρήμα "echar" χρησιμοποιείται και στις καθημερινές συνομιλίες καθώς και σε γραπτά κείμενα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη δράση του να βάζει κάποιος κάτι κάπου ή το να ρίχνει κάτι, όπως ένα υλικό ή συναίσθημα. Η συχνότητα χρήσης του "echar" είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στον γραπτό λόγο.
Voy a echar la sal en la comida.
(Θα ρίξω το αλάτι στο φαγητό.)
Él echó un vistazo a los documentos.
(Αυτός έριξε μια ματιά στα έγγραφα.)
Στα Ισπανικά, το "echar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Echar la culpa
(Να ρίχνω την ευθύνη)
Ejemplo: No puedes echar la culpa a los demás.
(Δεν μπορείς να ρίχνεις την ευθύνη στους άλλους.)
Echar de menos
(Να μου λείπει)
Ejemplo: Echo de menos a mis amigos cuando estoy lejos.
(Μου λείπουν οι φίλοι μου όταν είμαι μακριά.)
Echar una mano
(Να δίνω βοήθεια)
Ejemplo: Siempre puedo contar contigo para echarme una mano.
(Μπορώ πάντα να υπολογίζω σε σένα για να μου δώσεις βοήθεια.)
Η λέξη "echar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "iacere", που σημαίνει "ρίχνω" ή "βάζω".
Συνώνυμα: - poner (βάζω) - lanzar (ρίχνω)
Αντώνυμα: - quitar (βγάζω) - recoger (μαζεύω)