Η φράση "echar a pique" είναι ρήμα.
/aˈtʃaɾ a ˈpike/
Η φράση "echar a pique" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει μία κατάσταση κατά την οποία κάτι βυθίζεται ή καταστρέφεται, συνήθως αναφερόμενη σε πλοία ή σκάφη, αλλά και σε επιχειρηματικές ή προσωπικές καταστάσεις. Είναι σχετικά κοινή, περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτό πλαίσιο.
Το πλοίο βυθίστηκε στην καταιγίδα.
Su mala gestión echó a pique la empresa.
Η κακή διαχείρισή του κατέστρεψε την επιχείρηση.
Parece que el proyecto se echa a pique por falta de fondos.
Η φράση "echar a pique" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει αποτυχίες ή ζημιές.
Να καταστρέφει κάθε ελπίδα.
La situación económica echó a pique los planes de inversión.
Η οικονομική κατάσταση κατέστρεψε τα σχέδια επένδυσης.
Si no actuamos rápido, este proyecto va a echarse a pique.
Αν δεν δράσουμε γρήγορα, αυτό το σχέδιο θα ματαιωθεί.
La falta de comunicación echó a pique la relación.
Η έλλειψη επικοινωνίας κατέστρεψε τη σχέση.
El mal tiempo echó a pique nuestras vacaciones.
Η φράση "echar a pique" προέρχεται από τον ναυτικό κόσμο, όπου "echar" σημαίνει "να ρίχνω" και "pique" αναφέρεται σε "προβλήτα" ή "βαθιά νερά". Ο συνδυασμός υποδηλώνει τη ρίψη ενός πλοίου στα νερά που οδηγεί στην βύθισή του.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη φράση "echar a pique" στη γλώσσα Ισπανικά.