Η φράση "echar un vistazo" είναι κάποιου είδους ρήμα, που χρησιμοποιείται ως έκφραση ή ιδιωματική φράση.
/ˈe.tʃaɾ un bisˈta.θo/
Η φράση "echar un vistazo" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη του να κοιτάξουμε κάτι γρήγορα ή επιφανειακά, χωρίς να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες. Εμφανίζεται συχνά στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται επίσης σε γραπτές συνομιλίες. Είναι μια συνήθης έκφραση που φέρει τονικότητα και αποχρώσεις ανάλογα με το πλαίσιο.
Voy a echar un vistazo a este libro antes de comprarlo.
Θα ρίξω μια ματιά σε αυτό το βιβλίο πριν το αγοράσω.
¿Puedes echar un vistazo a mis notas y decirme qué opinas?
Μπορείς να ρίξεις μια ματιά στις σημειώσεις μου και να μου πεις τι πιστεύεις;
Es recomendable echar un vistazo a las noticias antes de salir.
Είναι καλό να ρίξεις μια ματιά στα νέα πριν βγεις.
Η φράση "echar un vistazo" μπορεί να βρει εφαρμογή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Echar un vistazo al pasado nos ayuda a aprender del presente.
Μια ματιά στο παρελθόν μας βοηθά να μάθουμε από το παρόν.
Cuando llegues, echa un vistazo a la cocina para ver si está limpia.
Όταν φτάσεις, ρίξε μια ματιά στην κουζίνα να δεις αν είναι καθαρή.
Antes de tomar una decisión, deberías echar un vistazo a todas las opciones.
Πριν πάρεις μια απόφαση, θα έπρεπε να ρίξεις μια ματιά σε όλες τις επιλογές.
Es bueno echar un vistazo a la situación antes de reaccionar.
Είναι καλό να ρίξεις μια ματιά στην κατάσταση πριν αντιδράσεις.
Debes echar un vistazo a tu correo electrónico regularmente.
Πρέπει να ρίχνεις μια ματιά στο ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο τακτικά.
Siempre es útil echar un vistazo a las reseñas antes de comprar algo.
Είναι πάντα χρήσιμο να ρίχνεις μια ματιά στις κριτικές πριν αγοράσεις κάτι.
Η φράση "echar un vistazo" προέρχεται από το ρήμα "echar" που σημαίνει "ρίχνω" ή "παίρνω", και το ουσιαστικό "vistazo", που συνδυάζει τη ρίζα "vista" (όραση) με την προσθήκη της κατάληξης "azo" που δηλώνει μια δράση ή αποτέλεσμα. Έτσι, η φράση μεταφράζεται κυριολεκτικά ως "ρίχνω μια ματιά".
Συνώνυμα: - mirar rápidamente (να κοιτάξω γρήγορα) - observar (να παρατηρήσω)
Αντώνυμα: - ignorar (να αγνοήσω) - no mirar (να μην κοιτάξω)