Το "echarse" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [eˈt͡ʃaɾ.se]
Το "echarse" σημαίνει γενικά "να ξαπλώσει" ή "να ρίξει" (κάτι πάνω του). Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ενέργεια του να ξαπλώνει κανείς ή να βάζει κάτι πάνω στον εαυτό του. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο αλλά και στον γραπτό. Εμφανίζεται σε πολλές κοινές φράσεις και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης στη γλώσσα.
Voy a echarme un rato en la cama.
Θα ξαπλώσω για λίγο στο κρεβάτι.
Si te sientes cansado, échate un momento.
Αν νιώθεις κουρασμένος, ξάπλωσε για λίγο.
Ella se echó crema en la cara.
Αυτή έβαλε κρέμα στο πρόσωπό της.
Echarse a perder
Να πάει χαμένος.
La comida se echó a perder. (Το φαγητό χάλασε.)
Echarse flores
Να αυτοθαυμάζεται.
Juan siempre se echa flores cuando habla de su trabajo. (Ο Χουάν πάντα αυτοθαυμάζεται όταν μιλά για τη δουλειά του.)
Echarse en brazos de alguien
Να πέσει στην αγκαλιά κάποιου.
Ella se echó en brazos de su madre al llegar a casa. (Έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της μόλις έφτασε στο σπίτι.)
Echarse un tiro
Να πυροβολήσει.[μπορεί να έχει και άλλη σημασία]
En la película, él se echó un tiro en el pie accidentalmente. (Στην ταινία, αυτός πυροβόλησε τα πόδια του κατά λάθος.)
Η λέξη "echarse" προέρχεται από το λατινικό "iacere", που σημαίνει "προσαρτώ" ή "ρίχνω".
Αυτός είναι ο πλήρης οδηγός για τη λέξη "echarse" στην ισπανική γλώσσα.