Η λέξη "eco" σημαίνει "ηχώ" στα ισπανικά. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, στη γραπτή γλώσσα και σε διάφορους τομείς, όπως η γενική χρήση της λέξης για να περιγραφεί το φαινόμενο της ανακλαστικής ήχου.
Παραδειγματικές Προτάσεις
El eco en las montañas era ensordecedor. (Η ανηφόρα στα βουνά ήταν καταφανές.)
Las paredes de la cueva devolvieron su voz en un eco suave. (Οι τοίχοι του σπηλαίου αντέδωσαν τη φωνή της με μια ήπια ηχώ.)
Ετυμολογία
Η λέξη "eco" προέρχεται από τα λατινικά "echo" και αυτό από τα αρχαία ελληνικά "ἠχώ" (ēkhṓ).