Το "economizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /eko.ni.βiˈθaɾ/
Η λέξη "economizar" σημαίνει την πράξη της εξοικονόμησης πόρων, χρημάτων ή χρόνου, με σκοπό τη μείωση των εξόδων ή την αύξηση της αποδοτικότητας. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά, επιχειρηματικά και προσωπικά πλαίσια. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη και εμφανίζεται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
Es importante economizar para poder viajar.
(Είναι σημαντικό να οικονομώ για να μπορώ να ταξιδέψω.)
Necesitamos economizar energía en nuestra casa.
(Πρέπει να εξοικονομήσουμε ενέργεια στο σπίτι μας.)
Al economizar, logramos ahorrar más dinero para el futuro.
(Αν εξοικονομούμε, καταφέρνουμε να αποταμιεύσουμε περισσότερα χρήματα για το μέλλον.)
Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη "economizar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο ευρείες φράσεις που αναφέρονται στην εξοικονόμηση:
Economizar a largo plazo
(Εξοικονόμηση μακροπρόθεσμα)
Es fundamental economizar a largo plazo para asegurar nuestro futuro financiero.
(Είναι θεμελιώδες να εξοικονομούμε μακροπρόθεσμα για να εξασφαλίσουμε το οικονομικό μας μέλλον.)
Economizar en la compra
(Εξοικονόμηση στην αγορά)
Siempre busco ofertas para economizar en la compra del supermercado.
(Πάντα ψάχνω προσφορές για να εξοικονομώ στην αγορά του σούπερ μάρκετ.)
Economizar recursos
(Εξοικονόμηση πόρων)
Es esencial aprender a economizar recursos en tiempos de crisis.
(Είναι απαραίτητο να μάθουμε να εξοικονομούμε πόρους σε περιόδους κρίσης.)
Η λέξη "economizar" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "οικονομία" (oikonomia), που σημαίνει "διαχείριση του νοικοκυριού" και συνδυάζει τις λέξεις "οικία" (οικογένεια) και "νόμος" (κανονισμός ή διαχείριση).
Συνώνυμα:
- Ahorra
- Reducir gastos
Αντώνυμα:
- Gastar
- Desperdiciar