Edad είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή κατά το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /eˈðad/
Η λέξη edad αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που έχει ζήσει ένα άτομο ή ένα ον από τη στιγμή της γέννησής του. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ηλικία ενός ατόμου, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται στην ηλικία αντικειμένων ή άλλων οντοτήτων. Είναι μια κοινή λέξη στην ισπανική γλώσσα, με συχνή χρήση και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Su edad es un factor importante en la selección del candidato.
(Η ηλικία του είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην επιλογή του υποψηφίου.)
La edad de la tierra se estima en millones de años.
(Η ηλικία της γης εκτιμάται σε εκατομμύρια χρόνια.)
La edad no define la sabiduría.
(Η ηλικία δεν ορίζει τη σοφία.)
Η λέξη edad χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Estar en la flor de la edad
(Να είσαι στην ανθοφορία της ηλικίας)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι σε μια ηλικία με έντονη ζωή και ευημερία.
Διαπίστωση: "Ella está en la flor de la edad y disfruta de todas las oportunidades."
(Εκείνη είναι στην ανθοφορία της ηλικίας και απολαμβάνει όλες τις ευκαιρίες.)
A la edad de oro
(Στην χρυσή ηλικία)
Αναφέρεται σε μια περίοδο ευημερίας ή επιτυχίας.
Διαπίστωση: "La empresa está en su edad de oro con sus recientes éxitos."
(Η επιχείρηση είναι στην χρυσή ηλικία της με τις πρόσφατες επιτυχίες της.)
Ser de edad avanzada
(Να είσαι σε προχωρημένη ηλικία)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ηλικιωμένος.
Διαπίστωση: "Los residentes de la casa de cuidado son de edad avanzada."
(Οι κάτοικοι του οίκου ευγηρίας είναι σε προχωρημένη ηλικία.)
Η λέξη edad προέρχεται από την λατινική λέξη aetatis, που σημαίνει «ηλικία» ή «χρονική περίοδος».