"Edema" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /eˈðema/
Η λέξη "edema" αναφέρεται στη συλλογή υγρού στους ιστούς του σώματος, που προκαλεί πρήξιμο. Χρησιμοποιείται ευρέως στο ιατρικό περιβάλλον για να περιγράψει μια κατάσταση που συχνά είναι αποτέλεσμα παθήσεων του καρδιαγγειακού συστήματος, προβλημάτων με τα νεφρά, ή φλεγμονών. Στην ιατρική, η κατανόηση και η διάγνωση του οιδήματος είναι κρίσιμη, καθώς μπορεί να είναι σύμπτωμα σοβαρών υποκείμενων παθήσεων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "edema" είναι υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως σε διαγνωστικά πλαίσια.
Se observa edema en las piernas del paciente.
(Παρατηρείται οίδημα στα πόδια του ασθενούς.)
El edema puede ser un síntoma de insuficiencia cardíaca.
(Το οίδημα μπορεί να είναι σύμπτωμα καρδιοαναπνευστικής ανεπάρκειας.)
Es importante tratar el edema para evitar complicaciones.
(Είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί το οίδημα για να αποφευχθούν επιπλοκές.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "edema" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά συμφραζόμενα και δεν έχει πολλούς ιδιωματικούς συνδυασμούς. Ωστόσο, παρακάτω βρίσκονται μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
El edema no debe subestimarse en pacientes con enfermedades crónicas.
(Το οίδημα δεν πρέπει να υποτιμάται σε ασθενείς με χρόνια νοσήματα.)
Se recomienda controlar el edema regularmente en estos casos.
(Συνιστάται να ελέγχεται το οίδημα τακτικά σε αυτές τις περιπτώσεις.)
La aparición de edema en la cara puede ser motivo de consulta médica.
(Η εμφάνιση οιδήματος στο πρόσωπο μπορεί να είναι λόγος για ιατρική συμβουλή.)
Η λέξη "edema" προέρχεται από την ελληνική λέξη "οίδημα" (oidēma), η οποία σημαίνει "πρήξιμο" ή "διόγκωση". Ο όρος έχει ενσωματωθεί στην ιατρική ορολογία στην ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Inflamación (φλεγμονή) - Hinchazón (πρήξιμο)
Αντώνυμα: - Desinflamación (αποφλεγμονή) - Reducción (μείωση)
Αυτή η παρουσίαση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με την έννοια, τη χρήση, και τη σημασία της λέξης "edema" στην ιατρική ορολογία στα ισπανικά.