Edicto: ουσιαστικό (m.)
Φωνητική γραφή: [eˈðik.to]
Η λέξη "edicto" αναφέρεται σε μια επίσημη ανακοίνωση ή απόφαση που εκδίδεται από μια αρχή, όπως ένα δικαστήριο ή κάποια άλλη κυβερνητική υπηρεσία. Συχνά χρησιμοποιείται στο νομικό πλαίσιο για να υποδηλώσει διαταγές που πρέπει να τηρηθούν από τους πολίτες. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά μεγαλύτερη στο γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα και επίσημες ανακοινώσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
El edicto fue publicado en el boletín oficial.
Το διάταγμα δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα.
La comunidad respondió rápidamente al edicto del gobierno.
Η κοινότητα αντέδρασε γρήγορα στην εντολή της κυβέρνησης.
Se espera que el edicto sea respetado por todos los ciudadanos.
Αναμένεται ότι το διάταγμα θα τηρηθεί από όλους τους πολίτες.
Seguir al edicto al pie de la letra.
Να ακολουθείς το διάταγμα κατά γράμμα.
Dar cumplimiento al edicto.
Να δίνεις συμμόρφωση στο διάταγμα.
Revisar el edicto con detenimiento.
Να αναθεωρείς το διάταγμα με προσοχή.
Desafiar el edicto emitido por las autoridades.
Να αμφισβητείς το διάταγμα που εκδόθηκε από τις αρχές.
Solicitar una modificación del edicto.
Να ζητάς μια τροποποίηση του διατάγματος.
El edicto no está abierto a debate.
Το διάταγμα δεν είναι ανοικτό σε συζήτηση.
Η λέξη "edicto" προέρχεται από το λατινικό "edictum," το οποίο σημαίνει «ανακοίνωση» ή «διάταγμα» και προήλθε από το ρήμα "edicere," που σημαίνει «να ανακοινώσω» ή «να διατάξω».
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν την ουσία της λέξης "edicto" και τις χρήσεις της στον ισπανικό γλωσσικό και νομικό χώρο.