Η λέξη "edificante" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει θετική ή αναπτυξιακή επίδραση, κάτι που ενθαρρύνει τη βελτίωση ή την ανάπτυξη της προσωπικότητας, της γνώσης ή του πνεύματος. Είναι συχνά συνδεδεμένη με δραστηριότητες ή περιεχόμενο που προκαλούν ενθάρρυνση ή έμπνευση. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και συζητήσεις που αφορούν την εκπαίδευση, την ψυχολογία και τις προσωπικές εξελίξεις.
Η ανάγνωση βιβλίων είναι επικοδομητική για το μυαλό μας.
Asistir a conferencias puede ser muy edificante en nuestra carrera.
Η λέξη "edificante" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε τέτοιες εκφράσεις που αναφέρονται στην προσωπική και πνευματική ανάπτυξη:
Μία επικοδομητική ομιλία μπορεί να αλλάξει την προοπτική μας.
Los ejemplos edificantes de vida son fuente de inspiración.
Οι επικοδομητικά παραδείγματα ζωής είναι πηγή έμπνευσης.
La música puede ser un elemento edificante en momentos difíciles.
Η λέξη "edificante" προέρχεται από το λατινικό "aedificans", που προέρχεται από το ρήμα "aedificare", που σημαίνει "να οικοδομήσουμε, να κατασκευάσουμε". Αυτή η προέλευση υπογραμμίζει τη σύνδεση της λέξης με την έννοια της ανάπτυξης και της βελτίωσης.