Το "edificar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "edificar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [eðifiˈkar].
Η λέξη "edificar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - χτίζω - οικοδομώ - θεμελιώνω
Το "edificar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών κυρίως στον τομέα της αρχιτεκτονικής και κατασκευών, αναφερόμενο στη διαδικασία της ανέγερσης ενός κτιρίου ή μιας κατασκευής. Επίσης, μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεμελίωση ή την ανάπτυξη εννοιών, ιδεών ή αξιών.
Η συχνότητα χρήσης του "edificar" είναι σχετικά υψηλή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική, την πολεοδομία και τη φιλοσοφία. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά και σε πιο εξειδικευμένα περιβάλλοντα.
"Οι αρχιτέκτονες θα αποφασίσουν πώς θα χτίσουν τη νέα γέφυρα."
"Es importante edificar una base sólida para nuestra relación."
Στο Ισπανικά, το "edificar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που υποδηλώνουν την ανάπτυξη ή τη σταθεροποίηση.
"Η οικοδόμηση πάνω στην εμπιστοσύνη είναι το κλειδί σε κάθε φιλία."
"Vamos a edificar sueños juntos."
"Ας χτίσουμε όνειρα μαζί."
"Edificar un futuro mejor requiere esfuerzo y dedicación."
Η λέξη "edificar" προέρχεται από το Λατινικό "aedificare," το οποίο συνδυάζει το "aedificium" (κτίριο) και το "facere" (να κάνω).