Η λέξη "edificio" στα Ισπανικά αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος κτιρίου ή οικοδομήματος, είτε είναι κατοικία είτε εμπορικός χώρος. Χρησιμοποιείται συχνά και σε επίσημα και ανεπίσημα κείμενα. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό κείμενο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς τα κτίρια αποτελούν σημαντικό μέρος της καθημερινής ζωής.
(Το παλιό κτίριο ανακατασκευάζεται.)
Edificio de oficinas - Mi padre trabaja en un edificio de oficinas en el centro.
(Ο πατέρας μου δουλεύει σε ένα κτίριο γραφείων στο κέντρο.)
Edificio residencial - El nuevo edificio residencial tendrá 50 apartamentos.
Η λέξη "edificio" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του κτιρίου ή της κατασκευής.
(Μερικές φορές τα σχέδια δεν είναι βιώσιμα και χτίζεται ένα κτίριο πάνω σε άμμο.)
Edificio en llamas - La noticia del edificio en llamas sorprendió a todos.
(Η είδηση του κτιρίου που φλέγεται εξέπληξε όλους.)
A las afueras del edificio - A menudo hay manifestaciones a las afueras del edificio gubernamental.
Η λέξη "edificio" προέρχεται από το λατινικό "aedificium", που σημαίνει "κατασκευή" ή "κτίριο". Η ρίζα "aedificare" σημαίνει "χτίζω".
Αυτές είναι οι πληροφορίες σχετικά με την λέξη "edificio" στα Ισπανικά.