Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: /eˈdi.taɾ/
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "editar" χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Σημαίνει "να επεξεργαστεί" ή "να επεξεργαστείτε".
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Necesito editar este documento antes de enviarlo. (Χρειάζομαι να επεξεργαστώ αυτό το έγγραφο πριν το στείλω.) 2. El periodista editó el artículo varias veces antes de publicarlo. (Ο δημοσιογράφος επεξεργάστηκε το άρθρο πολλές φορές πριν το δημοσιεύσει.)
Ετυμολογία: Η λέξη "editar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "editare".
Συνώνυμα: corregir, modificar
Αντώνυμα: publicar, aceptar