educación - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

educación (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μελέτη

Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /eduθaˈθjon/

Σημασίες:
1. Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εκμάθησης, απόκτησης γνώσεων, εξάσκησης και κατάρτισης.
2. Το σύνολο των εργαλείων, τεχνικών και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση γνώσεων στους μαθητές.

Η λέξη "εκπαίδευση" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο και τον προφορικό λόγο στα ισπανικά. Αποτελεί ένα καίριο θέμα στην καθημερινή ζωή και συζητήσεις σχετικές με την εκπαίδευση και το σχολείο.

Τα χρονικά ρήματα της ισπανικής γλώσσας για τη λέξη "εκπαίδευση" είναι: - Παρατατικός: educaba - Ενεστώτας: educa - Μέλλον: educará - Αόριστος: educó - Παρακείμενος: ha educado - Συντελεσμένος μέλλοντας: habrá educado - Συντελεσμένος αόριστος: había educado - Συντελεσμένος παρακείμενος: había educado

Παραδείγματα: 1. La educación es la base de la sociedad. (Η εκπαίδευση είναι η βάση της κοινωνίας.) 2. Estoy estudiando para trabajar en el ámbito de la educación. (Μελετάω για να εργαστώ στον τομέα της εκπαίδευσης.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "εκπαίδευση" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. Dar una educación a alguien: Να προσφέρεις μια εκπαίδευση σε κάποιον
  2. Παράδειγμα: Es importante dar una buena educación a los niños. (Είναι σημαντικό να προσφέρουμε μια καλή εκπαίδευση στα παιδιά.)

  3. Educación de calidad: Ποιοτική εκπαίδευση

  4. Παράδειγμα: Todos los jóvenes merecen una educación de calidad. (Όλοι οι νέοι αξίζουν μια ποιοτική εκπαίδευση.)

  5. Educación a distancia: Εξ αποστάσεως εκπαίδευση

  6. Παράδειγμα: Muchas universidades ofrecen programas de educación a distancia. (Πολλά πανεπιστήμια προσφέρουν προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.)

  7. Ministerio de Educación: Υπουργείο Παιδείας

  8. Παράδειγμα: El Ministerio de Educación ha implementado nuevas reformas. (Το Υπουργείο Παιδείας έχει εφαρμόσει νέες μεταρρυθμίσεις.)

  9. Educación especial: Ειδική αγωγή

  10. Παράδειγμα: Los centros de educación especial ofrecen un apoyo invaluable. (Τα κέντρα ειδικής αγωγής προσφέρουν ανεκτίμητη υποστήριξη.)

Ετυμολογία

Η λέξη "εκπαίδευση" προέρχεται από το λατινικό ρήμα educare, που σημαίνει "να καθοδηγεί κάποιον".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Enseñanza - Instrucción - Adiestramiento

Αντώνυμα: - Deseducación - Incultura