Educador είναι ουσιαστικό.
/edukaˈðoɾ/
Η λέξη “educador” αναφέρεται σε κάποιον που ασχολείται με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη των μαθητών, συχνά σε πλαίσια όπως σχολεία και εκπαιδευτικά κέντρα. Χρησιμοποιείται ευρέως και στους δύο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι καλή, αλλά μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με το αντίστοιχο επαγγελματικό πεδίο.
Ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει διάφορες προκλήσεις.
Un buen educador puede cambiar la vida de sus alumnos.
Η λέξη «educador» δεν είναι τόσο κοινή στη χρήση ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι θεμελιώδης στη διαμόρφωση των πολιτών.
Un educador apasionado inspira a sus estudiantes.
Ένας παθιασμένος εκπαιδευτικός εμπνέει τους μαθητές του.
La vocación del educador va más allá de las aulas.
Η λέξη “educador” προέρχεται από το λατινικό "educator", που σημαίνει “αυτός που εκπαιδεύει”. Συνδέεται με τη ρίζα "educare", που σημαίνει “να αναθρέφω” ή “να καθοδηγώ”.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν ένα πλήρες πλαίσιο για τη λέξη “educador”, τονίζοντας τη σημασία της στην εκπαιδευτική διαδικασία και τον ρόλο των ατόμων που φέρουν αυτήν την ονομασία.