Efectividad είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[efek.ti.ˈβi.ðað]
H λέξη efectividad αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος, διαδικασίας ή μέτρου να επιτυγχάνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή την αποτελεσματικότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στην οικονομία, στον νομικό τομέα, στη στρατιωτική στρατηγική και αλλού.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, είναι πιο συχνά συναντώμενη σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
La efectividad de la nueva estrategia se demostrará con el tiempo.
(Η αποτελεσματικότητα της νέας στρατηγικής θα αποδειχθεί με την πάροδο του χρόνου.)
Es importante medir la efectividad de las políticas públicas.
(Είναι σημαντικό να μετράμε την αποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών.)
Η λέξη efectividad χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την επιτυχία ορισμένων ενεργειών ή στρατηγικών.
Bajo la efectividad del liderazgo, el equipo logró grandes resultados.
(Κάτω από την αποτελεσματικότητα της ηγεσίας, η ομάδα πέτυχε σπουδαία αποτελέσματα.)
La efectividad de la comunicación interna es clave para el éxito.
(Η αποτελεσματικότητα της εσωτερικής επικοινωνίας είναι κλειδί για την επιτυχία.)
Para mejorar la efectividad de la campaña, se necesita un análisis detallado.
(Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της καμπάνιας, απαιτείται λεπτομερής ανάλυση.)
La efectividad de las medidas implementadas se evaluará al final del período.
(Η αποτελεσματικότητα των μέτρων που εφαρμόστηκαν θα αξιολογηθεί στο τέλος της περιόδου.)
Η λέξη efectividad προέρχεται από το λατινικό "effectivus", που σημαίνει "αποτελεσματικός", και το κατάληξη "-idad", που υποδηλώνει μια ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - eficacia - capacidad - eficiencia
Αντώνυμα: - ineficacia - ineficiencia - inefectividad