Το "efectivo" είναι επίθετο.
/efekˈtivo/
Στα Ισπανικά, η λέξη "efectivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αποτελεσματικό ή έχει άμεσο αποτέλεσμα. Στον τομέα των οικονομικών, αναφέρεται επίσης στα "μετρητά" ή "χρήμα". Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, αν και συναντάται πιο συχνά στο γραπτό λόγο.
Η θεραπεία ήταν αποτελεσματική για την ασθένεια.
Necesitamos efectivo para hacer la compra.
Χρειαζόμαστε μετρητά για να κάνουμε την αγορά.
Las estrategias efectivas aumentan las ventas.
Στα Ισπανικά, η λέξη "efectivo" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
(Σημαίνει να κάνεις κάτι να συμβεί στην πράξη.)
Hacer efectivo un derecho.
(Αναφέρεται στην εφαρμογή ή εκτέλεση ενός νομικού δικαιώματος.)
Ser efectivo en el trabajo.
(Σημαίνει να είσαι παραγωγικός και να αποδίδεις καλά.)
Efectivo como el viento.
Η λέξη "efectivo" προέρχεται από το λατινικό "effectīvus", που σημαίνει "αποτέλεσμα" ή "ό,τι έχει επιτευχθεί".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν διεξοδικά τη λέξη "efectivo" σε διάφορους τομείς.