Το "efectuar" είναι ρήμα.
/efekˈtwaɾ/
Το "efectuar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να σημαίνει την εκτέλεση ή τη διεξαγωγή μιας πράξης ή διαδικασίας. Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα και μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορα πλαίσια, τόσο γραπτά όσο και προφορικά. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε έννοιες που σχετίζονται με την οικονομία, το νόμο ή τη διοίκηση, όπου η πραγματοποίηση μιας ενέργειας ή η εκτέλεση μιας διαδικασίας είναι κρίσιμη.
Θα πραγματοποιήσουμε μια ανάλυση των αποτελεσμάτων.
Es importante efectuar los pagos a tiempo.
Είναι σημαντικό να εκτελούμε τις πληρωμές εγκαίρως.
La policía empezó a efectuar las investigaciones.
Το "efectuar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Η έκφραση χρησιμοποιείται σε κατάσταση που αναφέρεται σε τηλεφωνικές επικοινωνίες.)
Efectuar un cambio.
(Συχνά χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για αλλαγές σε πολιτική, στρατηγική ή διαδικασία.)
Efectuar una transacción.
(Αναφέρεται συνήθως σε τραπεζικές ή οικονομικές πράξεις.)
Efectuar un pago.
(Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικές καταστάσεις που αφορούν πληρωμές ή λογαριασμούς.)
Efectuar una revisión.
Το "efectuar" προέρχεται από το λατινικό "effectuāre", που σημαίνει "να επιτύχεις ή να πραγματοποιήσεις". Είναι μορφή του ουσιαστικού "efecto", το οποίο προέρχεται επίσης από το λατινικό "effectus".
Συνώνυμα: - Realizar - Llevar a cabo - Cumplir
Αντώνυμα: - Cancelar - Detener - Suspender
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση του ρήματος "efectuar" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και κάποιες περιπτωσιολογικές εφαρμογές του.