Efervescente
είναι επίθετο.
/efeɾβesˈente/
Η λέξη "efervescente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αφρίζει ή δημιουργεί φυσαλίδες, συνήθως σε σχέση με υγρά όπως ποτά ή χημικές αντιδράσεις. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση του είναι αρκετά συχνή και μπορεί να βρεθεί σε προφορικό καθώς και σε γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να είναι πιο προτιμώμενη σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα για την ακριβή της σημασία.
Το ποτό είναι αφρώδες και αναζωογονητικό.
La reacción química produce un gas efervescente.
Η χημική αντίδραση παράγει ένα αφρώδη αέριο.
Me gusta el agua efervescente cuando tengo sed.
Η λέξη "efervescente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις ή μεταφορικές σημασίες για να περιγράψει μια κατάσταση επ' αόριστον ενθουσιασμού ή δραστηριότητας.
Η προσωπικότητά της είναι αφρώδης; πάντα γελά και ενθαρρύνει τους άλλους.
La fiesta se volvió efervescente cuando llegó el DJ.
Το πάρτι έγινε αφρώδες όταν ήρθε ο DJ.
El debate se tornó efervescente, con opiniones fuertes de ambos lados.
Η συζήτηση έγινε αφρώδης, με έντονα σχόλια και από τις δύο πλευρές.
La efervescencia de la juventud se nota en sus acciones.
Η αφράτη ενέργεια της νεολαίας φαίνεται στις πράξεις τους.
El mercado se volvió efervescente con la llegada de nuevas tendencias.
Η λέξη "efervescente" προέρχεται από το λατινικό "effervescens", το οποίο είναι το παρόν ενεργητικό μετοχής του "effervescer", που σημαίνει "να αφρίζει" ή "να φουσκώνει".