eficacia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/efiˈkasi.a/
Η λέξη eficacia αναφέρεται στην ικανότητα ή την αποτελεσματικότητα ενός μέτρου, μιας διαδικασίας ή μιας πρακτικής να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με τη διοίκηση, την οικονομία, το νόμο και την ιατρική.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο, σε επιστημονικά κείμενα, έγγραφα διοίκησης και σε αναλύσεις οικονομικών ή νομικών θεμάτων.
Η αποτελεσματικότητα της νέας πολιτικής έχει επιβεβαιωθεί από διάφορες μελέτες.
Es importante evaluar la eficacia de los tratamientos médicos antes de su aprobación.
Είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των ιατρικών θεραπειών πριν από την έγκρισή τους.
La eficacia de un producto depende de su composición y del uso adecuado.
Η αποτελεσματικότητα είναι ο βασιλιάς στον επιχειρηματικό κόσμο.
Buscar la máxima eficacia en cada proyecto.
Να επιδιώκουμε την μέγιστη αποτελεσματικότητα σε κάθε έργο.
No hay eficacia sin esfuerzo.
Δεν υπάρχει αποτελεσματικότητα χωρίς προσπάθεια.
La eficacia del equipo se mide por los resultados obtenidos.
Η αποτελεσματικότητα της ομάδας μετριέται από τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί.
Hay que aplicar la eficacia en la gestión del tiempo.
Η λέξη eficacia προέρχεται από το λατινικό efficacia, που σημαίνει "η ικανότητα να επιτελεί".
Συνώνυμα: - eficacia - efectividad - eficiencia
Αντώνυμα: - ineficacia - inefectividad - ineficiencia
Η λέξη "eficacia" έχει ριζωθεί στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται ευρέως σε επαγγελματικές, νομικές και ιατρικές συζητήσεις, υπογραμμίζοντας τη σημασία της επιτυχίας και της αποδοτικότητας σε διάφορους τομείς.