Eficaz είναι επίθετο.
/efiˈkas/
Η λέξη eficaz χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που επιτυγχάνει τα επιθυμητά αποτελέσματα ή που έχει υψηλή αποδοτικότητα. Στην ισπανική γλώσσα, είναι συχνά χρησιμοποιούμενη, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τομείς όπως η οικονομία, η διαχείριση και η καθημερινή ζωή. Χρησιμοποιείται συχνά για να αξιολογήσει την απόδοση εργαλείων, στρατηγικών ή διαδικασιών.
Αυτό το προϊόν είναι πολύ αποτελεσματικό για την αφαίρεση λεκέδων στα ρούχα.
Un plan de estudios eficaz mejora el aprendizaje de los estudiantes.
Η λέξη eficaz χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα:
Η προσπάθεια είναι αυτή που καθιστά μια στρατηγική αποτελεσματική.
Las reuniones deben ser eficazes para no perder tiempo.
Οι συναντήσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές για να μην χάνουμε χρόνο.
Necesitamos un enfoque más eficaz para resolver este problema.
Χρειαζόμαστε μια πιο αποτελεσματική προσέγγιση για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Un liderazgo eficaz inspira a los demás a dar lo mejor de sí.
Η λέξη eficaz προέρχεται από το λατινικό "efficax," που σημαίνει "ικανός να επιφέρει αποτελέσματα."
Συνώνυμα: - efectivo - útil - eficiente
Αντώνυμα: - ineficaz - inútil - ineficiente