Eficiência είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους στα ισπανικά.
ˌefiˈθjenθja
Η λέξη eficiencia αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος ή διαδικασίας να παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα χρησιμοποιώντας τις λιγότερες δυνατές πόρους. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές όπως η οικονομία, η μηχανική, η διοίκηση και η ιατρική. Στη γλώσσα των ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά έχει υψηλότερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Η αποδοτικότητα της ενέργειας είναι πολύ σημαντική σήμερα.
Necesitamos mejorar la eficiencia en nuestros procesos de producción.
Πρέπει να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα στις διαδικασίες παραγωγής μας.
La eficiencia en el uso de recursos ahorra dinero a la empresa.
Η λέξη eficiencia χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
"Η αύξηση της αποδοτικότητας σημαίνει να κάνεις περισσότερα με λιγότερα."
"Buscar la eficiencia" es clave en la gestión de proyectos.
"Η αναζήτηση της αποδοτικότητας είναι το κλειδί στη διαχείριση έργων."
"La eficiencia operativa es un objetivo común en las empresas."
"Η αποδοτικότητα της λειτουργίας είναι ένας κοινός στόχος στις επιχειρήσεις."
"La eficiencia en el hogar ayuda a reducir el consumo de energía."
"Η αποδοτικότητα στο σπίτι βοηθά στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας."
"Implementar eficiencia en el trabajo es vital para el éxito."
Η λέξη eficiencia προέρχεται από το λατινικό efficiens, το οποίο σημαίνει "παράγοντας αποτελέσματα".
productividad (παραγωγικότητα)
Αντώνυμα: